πονάκι

πονάκι
το, Ν [πόνος]
1. (υποκορ. τ.) μικρός πόνος
2. στον πληθ. τα πονάκια
(σχετικά με επίτοκες γυναίκες) μικροί περιοδικοί πόνοι που έρχονται πριν από τους πόνους τού τοκετού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”